Οι καταναλωτές συχνά θεωρούν τα βιολογικά τρόφιμα ως έναν αποτελεσματικό τρόπο για να περιορίσουν το περιβαλλοντικό αυτό αποτύπωμα, με τις έρευνες να δείχνουν ότι ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση, τα κύρια κίνητρα για αγορές βιολογικών τροφίμων είναι η υγεία (1) και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες (2).
Επιπλέον, οι καταναλωτές είναι συχνά διατεθειμένοι να πληρώσουν έως και 100% περισσότερο από τις κανονικές τιμές(3). Αλλά είναι αυτή μια σωστή επιλογή; Είναι ο βιολογικός τρόπος πραγματικά ο καλύτερος τρόπος για να μειώσουμε τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της διατροφής μας;
Πριν εξερευνήσουμε τις επιπτώσεις της βιολογικής και της συμβατικής γεωργίας, αξίζει να διευκρινίσουμε τους ορισμούς τους: η βιολογική καλλιέργεια είναι ένα σύστημα παραγωγής που αποφεύγει τη χρήση συνθετικών λιπασμάτων, παρασιτοκτόνων, ρυθμιστών ανάπτυξης , νανοϋλικών και Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ) – Genetically Modifies Organisms (GMOs)(4). Να σημειώσουμε ότι βιολογική γεωργία δεν σημαίνει «χωρίς χημικά» ή «χωρίς φυτοφάρμακα».
Υπάρχουν χημικές ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά στη βιολογική γεωργία, ωστόσο αυτές δεν πρέπει να είναι συνθετικά παρασκευασμένες, με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό που έχει εγκριθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Βιολογικών Προτύπων(5).
Η συμβατική καλλιέργεια από την άλλη είναι οποιοδήποτε γεωργικό σύστημα χρησιμοποιεί μία ή περισσότερες από τις παραπάνω συνθετικές ουσίες. Επίσης, χωρίς να υπόκειται σε κάποια ιδιαίτερη ρύθμιση, η βιολογική γεωργία συχνά δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις τεχνικές φύτευσης, όπως η γεωργία χαμηλού οργώματος και η εναλλασσόμενη καλλιέργεια(6).
Στην βιολογική γεωργία μπορούν να προστεθούν στο χώμα θρεπτικά συστατικά με τη μορφή οργανικής ύλης, όπως πράσινο λίπασμα, ζωική κοπριά ή οστεάλευρα. Όσον αφορά τα ζώα, οι βιολογικές μέθοδοι εκτροφής περιλαμβάνουν σίτιση με βιολογικά πιστοποιημένες ζωοτροφές (ή βόσκηση χωρίς συνθετικές χημικές εισροές) και απαγόρευση χρήσης αντιβιοτικών πέρα από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης όπως κάποια ασθένεια ή λοίμωξη (στμ. στη συμβατική κτηνοτροφία τα ζώα δέχονται μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών ανεξάρτητα από το αν νοσούν καθώς αυτή η πρακτική αυξάνει πιο γρήγορα το βάρος τους).
Τα πρότυπα καλής διαβίωσης των ζώων για τη βιολογική πιστοποίηση μπορούν να ποικίλλουν ανά χώρα, ωστόσο για πολλές από αυτές τα ζώα που εκτρέφονται πρέπει να έχουν πρόσβαση στην ύπαιθρο (δηλαδή απαγορεύονται τα κλουβιά). Στη συμβατική κτηνοτροφία, δεν υπάρχουν περιορισμοί και συχνά χρησιμοποιούνται αντιβιοτικά ή αυξητικές ορμόνες.
Επίσης, η συμβατική κτηνοτροφία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μεθόδων παραγωγής: τα ζώα μπορεί να αναπαράγονται είτε σε συνθήκες ελεύθερης βοσκής είτε σε κλουβιά. Αυτά τυπικά παρακολουθούνται και επισημαίνονται στη συσκευασία του προϊόντος.
Σε αυτό το κείμενο, παρουσιάζουμε εμπειρικά στοιχεία που συγκρίνουν τη βιολογική με τη συμβατική γεωργία όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Παρά την διαδεδομένη αντίληψη ότι η βιολογική γεωργία παράγει καλύτερα περιβαλλοντικά αποτελέσματα, υπάρχουν στοιχεία ότι η συμβατική γεωργία συχνά αποδίδει καλύτερα σε περιβαλλοντικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης γης, εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και ρύπανσης των υδατικών συστημάτων. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες συνθήκες όπου η βιολογική γεωργία μπορεί να θεωρηθεί προτιμότερη.
Επιπτώσεις βιολογικής και συμβατικής γεωργίας
Όταν επιδιώκεται η σύγκριση των επιπτώσεων της βιολογικής με την συμβατική γεωργία, η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων μιας μεμονωμένης συγκριτικής μελέτης μπορεί συχνά να είναι παραπλανητική και εσφαλμένη: πάντα θα υπάρχουν μεμονωμένα τοπικά παραδείγματα, όπου οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας συμβατικής γεωργικής εκμετάλλευσης είναι λιγότερο σημαντικές από αυτές μιας βιολογικής, και αντιστρόφως (7).
Στοχεύοντας σε μια πιο αξιόπιστη και γενικεύσιμη σύγκριση, οι Clark και Tilman (2017) δημοσίευσαν μια μετα-ανάλυση των αποτελεσμάτων των δημοσιευμένων βιολογικών-συμβατικών συγκρίσεων μεταξύ 742 γεωργικών συστημάτων σε πάνω από 90 διαφορετικά τρόφιμα(8).
Η ανάλυσή τους εξέτασε τις επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των ειδών διατροφής, δημητριακά, όσπρια και καρπούς, φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά, αυγά και κρέας αλλά μελέτησε και διάφορες κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, χρήση γης, πιθανότητα όξυνσης, ενεργειακή κατανάλωση, πιθανότητα ευτροφισμού.
Ο «ευτροφισμός» αναφέρεται στον υπερβολικό εμπλουτισμό ή τη μόλυνση των επιφανειακών υδάτων με θρεπτικά συστατικά όπως το άζωτο και ο φωσφόρος. Ο ευτροφισμός μπορεί επίσης να συμβεί φυσικά, η απορροή λιπάσματος και κοπριάς από γεωργικές εκτάσεις αποτελεί την κυρία πηγή συσσώρευσης των ουσιών αυτών(9).
Ο διαχωρισμός των τύπων των τροφίμων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι σημαντικός γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι το ιδανικό γεωργικό σύστημα για την παραγωγή σιτηρών θα είναι και το καταλληλότερο για τα φρούτα.
Όπως επίσης μπορεί να υπάρχει συχνά αντιστάθμισμα όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, π.χ. ένα σύστημα να εκπέμπει λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου, αλλά να χρησιμοποιεί μεγαλύτερες εκτάσεις γης.
Τα συστήματα τροφής αποτελούνται από πολλά στάδια: δραστηριότητες πριν από τη γεωργία, καλλιέργεια, παραγωγή ζωοτροφών, συγκομιδή, μεταφορά, διανομή, μαγειρική. Για την πλήρη και ακριβή αποτίμηση των διαφόρων σταδίων παραγωγής, χρησιμοποιείται μια διαδικασία που ονομάζεται ανάλυση κύκλου ζωής (ΑΚΖ).
Η (ΑΚΖ) επιχειρεί να ποσοτικοποιήσει τις συνδυασμένες επιπτώσεις σε διάφορα στάδια της παραγωγής, εξετάζοντας όλες τις εισροές και εκροές στην πλήρη διαδικασία. Το κλειδί στη σύγκριση της ΑΚΖ μεταξύ των προϊόντων βρίσκεται στο ότι όλες οι αναλύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τον ίδιο αριθμό σταδίων.
Για αυτή τη μετα-ανάλυση, οι Clark & Tilman (2017) σύγκριναν 164 AΚΖ που αντιπροσωπεύουν εισροές προ-αγροκτήματος και μέσα στο αγρόκτημα, μέχρι το σημείο που το τρόφιμο φεύγει από τη φάρμα.
Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της μελέτης του Clark & Tilman φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρουσιάζεται η αναλογία των επιπτώσεων της βιολογικής προς την συμβατική γεωργία για συγκεκριμένους τύπους τροφίμων, όπου η τιμή 1,0 σημαίνει ότι οι επιπτώσεις και των δύο συστημάτων είναι ίδιες.
Οι τιμές μεγαλύτερες από 1,0 σημαίνουν ότι οι επιπτώσεις των οργανικών συστημάτων είναι χειρότερες, π.χ. μια τιμή 2,0 θα σήμαινε ότι οι επιπτώσεις της βιολογικής ήταν διπλάσιες από αυτές της συμβατικής. Αντίστοιχα , τιμές μικρότερες από 1,0 σημαίνει ότι τα συμβατικά συστήματα είναι χειρότερα, π.χ. μια τιμή 0,5 σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της συμβατικής καλλιέργειας είναι διπλάσιες.
Οι χρωματιστές τελείες δείχνουν τους μέσους όρους και οι ευθείες πάνω και κάτω από την τελεία τα περιθώρια του τυπικού σφάλματος.
Παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στα μοτίβα των επιπτώσεων των δύο συστημάτων ανά κατηγορία τροφίμων. Για ορισμένες επιπτώσεις, το ένα σύστημα είναι σταθερά καλύτερο από την εναλλακτική του λύση ενώ για κάποιες άλλες τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα, ανάλογα με τον τύπο της καλλιέργειας και τις τοπικές γεωργικές συνθήκες.
Τα αποτελέσματα που είναι ξεκάθαρα είναι αυτά που αφορούν τη χρήση γης και ενέργειας. Η βιολογική καλλιέργεια εμφανίζεται σταθερά χειρότερη όσον αφορά τη χρήση της γης, ανεξάρτητα από τον τύπο τροφής που παράγεται.
Λόγω της χρήσης λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων, που είναι ευρέως διαθέσιμα και εντατικώς χρησιμοποιούμενα, η πλειονότητα των συμβατικών συστημάτων επιτυγχάνει σημαντικά υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα βιολογικά συστήματα. Αυτό σημαίνει ότι για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας τροφίμων, τα βιολογικά συστήματα απαιτούν πολύ μεγαλύτερη έκταση γης.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τη χρήση ενέργειας. Η παραγωγή χημικών μέσων όπως τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα είναι μια ενεργοβόρα διαδικασία και ως εκ τούτου η απουσία τέτοιων μέσω από τα βιολογικά συστήματα καλλιέργειας συνεπάγεται και λιγότερη κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με τα συμβατικά.
Εξαίρεση αποτελούν τα λαχανικά, για τα οποία η χρήση ενέργειας στα βιολογικά συστήματα τείνει να είναι υψηλότερη. Μέρος αυτών των αυξημένων ενεργειακών απαιτήσεων οφείλεται στη χρήση εναλλακτικών μεθόδων καταπολέμησης ζιζανίων και παρασίτων όπως η μέθοδος της φλόγας προπανίου(10). Το κόστος παραγωγής προπανίου αλλά και ο κατάλληλος εξοπλισμός αυξάνει το ενεργειακό κόστος για την παραγωγή λαχανικών.
Δεν υπάρχει σαφής νικητής όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο τροφής, αν και τα περισσότερα βρίσκονται κοντά στην αναλογία της μίας ποσοστιαίας μονάδας (όπου οι διαφορές στις επιπτώσεις μεταξύ των συστημάτων είναι σχετικά μικρές).
Με βάση τις μέσες τιμές, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι για να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, πρέπει να αγοράζουμε βιολογικά όσπρια και φρούτα και συμβατικά δημητριακά, λαχανικά και ζωικά προϊόντα.
Σε γενικές γραμμές, οι πηγές εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των βιολογικών και των συμβατικών συστημάτων τείνουν να αλληλοεπικαλύπτονται. Τα συμβατικά συστήματα παράγουν αέρια θερμοκηπίου μέσω της παραγωγής και της εφαρμογής συνθετικών λιπασμάτων και τα βιολογικά συστήματα χρησιμοποιούν την κοπριά που εκπέμπει οξείδιο του αζώτου (ισχυρό αέριο θερμοκηπίου) (11).
Η βιολογική γεωργία αποδεικνύεται χειρότερη για ορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και η συμβατική γεωργία για κάποιες άλλες. Έχουν όμως όλες οι επιπτώσεις την ίδια βαρύτητα;
Για να αξιολογήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να δούμε πόσο σημαντική είναι η συμβολή της γεωργίας στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, στη χρήση της γης, στην χρήση ενέργειας στην οξίνιση και στον ευτροφισμό. Ο ρόλος της γεωργίας στη χρήση γης, στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και στη χρήση ενέργειας συνοψίζεται στα τρία παρακάτω διαγράμματα.
Το πρώτο διάγραμμα δείχνει ότι τα μισά από τα κατοικήσιμα εδάφη του κόσμου χρησιμοποιούνται για γεωργία, η δασοκομία και άλλες χρήσεις γης (AFOLU).
Το δεύτερο γράφημα δείχνει ότι η AFOLU ευθύνεται περίπου για το ένα τέταρτο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Το τρίτο γράφημα δείχνει ότι ευθύνεται μόνο για το 2% της κατανάλωσης ενέργειας.
Η συμβολή της AFOLU στην οξίνιση και τον ευτροφισμό είναι πιο δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, ωστόσο θεωρείται ότι αποτελεί την κυρίαρχη πηγή εισροής θρεπτικών ουσιών στα υδρόβια οικοσυστήματα.
Με βάση αυτό, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η χρήση ενέργειας, η μόνη κατηγορία στην οποία η βιολογική γεωργία έχει συγκριτικά σαφές πλεονέκτημα είναι, ουσιαστικά η λιγότερο σημαντική από τις άλλες επιπτώσεις.
Είναι η εντατική συμβατική γεωργία πάντα η απάντηση;
Αν μας ενδιαφέρουν οι πλευρές της περιβαλλοντικής αλλαγής στις οποίες η γεωργία έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο, δηλαδή η χρήση γης, η ρύπανση των υδάτων και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στις οποίες η συμβατική γεωργία τείνει να πλεονεκτεί, αυτό σημαίνει άραγε σημαίνει ότι πρέπει να καταστεί και η παγκόσμια γεωργία όσο το δυνατόν πιο συμβατική;
Όχι απαραίτητα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτή η άποψη είναι υπερβολικά απλοϊκή.
Οι επιπτώσεις που ποσοτικοποιούνται εδώ αποτυγχάνουν να καλύψουν μια άλλη σημαντική πλευρά της οικολογίας: τη βιοποικιλότητα. Η βιοποικιλότητα επηρεάζεται από πλήθος γεωργικών δραστηριοτήτων, όπως η εφαρμογή φυτοφαρμάκων (η οποία μπορεί να είναι τοξική για ορισμένα είδη), η διατάραξη και διάβρωση του εδάφους από τις μεθόδους καλλιέργειας και οργώματος, με τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή και τον κατακερματισμό οικοτόπων (12).
Η συμβατική γεωργία αναμφισβήτητα έχει σοβαρές συνέπειες στην τοπική βιοποικιλότητα(13). Μια πρόσφατη μελέτη των Hallmann et al. (2017) αναφέρει μείωση του πληθυσμού των εντόμων κατά περισσότερο από 75% τα τελευταία 27 χρόνια.
Αν και είναι ασαφής η πρωταρχική αιτία αυτής της πτώσης, η χρήση φυτοφαρμάκων θεωρείται ότι είναι καθοριστικός παράγοντας(14).
Τα συστήματα βιολογικής καλλιέργειας επηρεάζουν επίσης τη βιοποικιλότητα, αλλά ίσως λιγότερο δραματικά ανά μονάδα επιφάνειας, λόγω της μειωμένης χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Ωστόσο, όπως δείχνουν οι μετρήσεις της χρήσης γης, η βιολογική γεωργία απαιτεί πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη συμβατική γεωργία.
Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα ως προς τον καλύτερο τρόπο διαφύλαξης της βιοποικιλότητας: να εκμεταλλευτούμε εντατικά ένα μικρότερο χώρο, ξέροντας ότι η βιοποικιλότητα θα επηρεαστεί σοβαρά;
Ή να καλλιεργούμε βιολογικά, και να επηρεάσουμε λιγότερο σοβαρά τη βιοποικιλότητα, αλλά καταλαμβάνοντας μεγαλύτερη περιοχή; (15)Δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση ως προς τον καλύτερο τρόπο προσέγγισης αυτού του ζητήματος.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι η συμβατική γεωργία δεν είναι απαραίτητα καλύτερη σε όλους τους τύπους τροφίμων. Για παράδειγμα, βάσει των αποτελεσμάτων που παρουσιάστηκαν παραπάνω, αν μας ενδιαφέρει η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, θα ήταν καλύτερο να καταναλώνουμε οργανικά όσπρια και φρούτα και συμβατικά δημητριακά και λαχανικά.
Αυτό μας οδηγεί σε τρία βασικά συμπεράσματα στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ βιολογικής και συμβατικής γεωργίας: Πρώτον, η κοινή αντίληψη ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι κατεξοχήν καλύτερα ή ότι συνεπάγονται λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είναι μια σαφώς εσφαλμένη αντίληψη.
Σε πολλές μετρήσεις, η βιολογική γεωργία αποδεικνύεται στην πραγματικότητα πιο επιβλαβής για το παγκόσμιο περιβάλλον από την συμβατική γεωργία.
Δεύτερον, η έντονη διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της βιολογικής και της συμβατικής γεωργίας είναι συχνά άσκοπη. Υπάρχουν σενάρια όπου ένα σύστημα αποδεικνύεται καλύτερο από το άλλο και αντίστροφα. Αν ήταν να συμβουλεύσω για το πού και πότε να επιλέξετε το ένα ή το άλλο, θα πρότεινα βιολογικά όσπρια και φρούτα, αλλά μη βιολογικά όλα τα άλλα τρόφιμα.
Τρίτον, η συζήτηση σχετικά με τη βιολογική και συμβατική μέθοδο συχνά υποβαθμίζει άλλες πτυχές διατροφικών επιλογών που έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στο περιβάλλον. Αν επιθυμείτε να μειώσετε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της διατροφής σας, το ΤΙ τρώτε, ο τύπος τροφίμων, μπορεί να είναι πολύ πιο επιβλαβές από το ΠΩΣ παράγεται.
Η διαφορά στη χρήση γης και στις επιπτώσεις των αερίων θερμοκηπίου μεταξύ των βιολογικών και των συμβατικών συστημάτων είναι συνήθως μικρότερη από ένα πολλαπλάσιο των δύο μονάδων. Οι διαφορές στις επιπτώσεις μεταξύ των τύπων τροφίμων είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως φαίνεται στα παρακάτω διαγράμματα: η αναλογία στη χρήση γης και στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου μεταξύ κρέατος και φυτικών καλλιεργειών μπορεί να είναι περισσότερο από 100 προς 1, δηλαδή η παραγωγή κρέατος να κοστίζει 100 φορές περισσότερο περιβαλλοντικό κόστος από την παραγωγή λαχανικών.
Επομένως, η κύρια ανησυχία σας δε θα έπρεπε να είναι αν η πατάτα που συνοδεύει τη μπριζόλα σας έχει παραχθεί συμβατικά ή βιολογικά. Το πρόβλημα έγκειται στην μπριζόλα αυτή καθ’ αυτή.
Επομένως, εάν θέλετε να βοηθήσετε το περιβάλλον, αξίζει να πάρετε αποφάσεις όχι τόσο πολύ για τη μέθοδο παραγωγής, όσο για τον τύπο τροφίμων που καταναλώνετε.
Σε μια μελέτη που βασίστηκε σε τρεις έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και η οποία διεξήχθη από το Πρόγραμμα Δεδομένων για τα Ζιζανιοκτόνα του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA), από το Πρόγραμμα Επιτήρησης Αγοράς του Τμήματος Κανονισμού Χρήσης Ζιζανιοκτόνων της Καλιφόρνια και από ιδιωτικές δοκιμές μελών της Ένωσης Καταναλωτών, βρέθηκε ότι οι βιολογικές τροφές περιέχουν το ένα τρίτο των υπολειμμάτων ζιζανιοκτόνων απ’ ό, τι τα συμβατικά καλλιεργούμενα προϊόντα(18).
Αυτό το εύρημα ήταν αναμενόμενο, δεδομένου ότι η χρήση των ζιζανιοκτόνων είναι τυπικά υψηλότερη στην συμβατική γεωργία. Το ερώτημα είναι: θα πρέπει να ανησυχούμε για τις επιπτώσεις στην υγεία μας από τα υπολείμματα των ζιζανιοκτόνων;
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization – WHO) έχει καθιερώσει με τον Οργανισμό Τροφίμων και Καλλιέργειεας (Food and Agriculture Organization – FAO) από κοινού συνεδρίαση για τα υπολείμματα ζιζανιοκτόνων (Joint Meeting on Pesticide Residues- JMPR), η οποία θεσπίζει «ασφαλή» επίπεδα πρόσληψης ζιζανιοκτόνων σε κάθε άτομο, όπου οι «αποδεκτές ημερήσιες προσλήψεις» καθορίζονται σε τέτοια επίπεδα ώστε η έκθεση σε αυτά δεν θα έχει καρκινογόνες επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία.
Κατόπιν, κυβερνητικοί φορείς που συντονίζουν τον κλάδο των τροφίμων χρησιμοποιούν αυτά τα αποδεκτά επίπεδα πρόσληψης για να καθορίσουν τα ανώτατα όρια καταλοίπων (Maximum Residue Limits – MRLs). Αυτά επιβάλλονται από τα εθνικά διοικητικά όργανα για να εξασφαλίσουν ότι τα τρόφιμα των καταναλωτών περιέχουν χαμηλότερα επίπεδα υπολειμμάτων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα όρια σχετικά με τα υπολείμματα επιβάλλονται με αυστηρότητα. Μια μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ διερεύνησε τα δέκα πιο συχνά εντοπισμένα υπολείμματα ζιζανιοκτόνων σε δώδεκα ομάδες προϊόντων από την βάση δεδομένων του Προγράμματος Ζιζανιοκτόνων του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA)(19). Οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα της βάσης δεδομένων του Υπουργείου για εκτιμήσεις σχετικά με τα κατάλοιπα σε εθνικό επίπεδο από το 2000 έως το 2008.
Όλες οι εκτιμήσεις έκθεσης σε ζιζανιοκτόνα ήταν πολύ κάτω από τo καθορισμένo επιτρεπόμενο όριο προσληψης. Μόνο ένα προϊόν είχε επίπεδο υπολειμμάτων μεγαλύτερο από 1% των RfD (2% του ορίου). Η πλειοψηφία (75%) των βασικών προϊόντων μετρήθηκε κάτω από το 0,01% των ορίων RfD.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι τα επίπεδα των υπολειμμάτων ήταν κατά ένα εκατομμύριο φορές χαμηλότερα από το όριο στο οποίο παρατηρούνται συμπτώματα από την έκθεση.