Θεωρώ πως η κατανάλωση αυτών των ζώων είναι απολύτως σύμφωνη με το πνεύμα, αν όχι με το γράμμα, της ηθικής του βιγκανισμού “δηλαδή να προκαλούμε το λιγότερο δυνατό κακό με τις καταναλωτικές μας προτιμήσεις”. Σε αυτή την ανάρτηση, θα εξετάσω το αν τα μαλάκια υποφέρουν.
Είναι αισθανόμενα όντα τα μύδια και τα στρείδια;
Η Κλαδιστική, η προσέγγιση δηλαδή της Βιολογίας που επιχειρεί τον διαχωρισμό των ειδών σε τύπους, είναι μια δύσκολη υπόθεση, καθώς η φύση δεν εξελίχθηκε με τρόπο που να ευνοεί την κατηγοριοποίηση. Έτσι, η κατηγοριοποίηση των όντων με βάση το αν υποφέρουν ή όχι, είναι ακόμη πιο δύσκολη.
Υπάρχουν, λοιπόν, αποδείξεις ότι τα μύδια και τα στρείδια δεν υποφέρουν;
Επιχείρημα 1: Τα μύδια και τα στρείδια δεν κινούνται.
Ξεκινώ με μια θέση που προέρχεται από την εξελικτική θεωρία σχετικά με το πώς λειτουργούν οι οργανισμοί. Ο πόνος είναι μια λειτουργία που βοηθά έναν οργανισμό να αποφύγει καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν σωματική βλάβη.
Οι οργανισμοί που είναι άμισχοι, ή δεν μπορούν να κινηθούν, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον πόνο. Επομένως, εξελικτικά, δεν υπάρχει κάποιος λόγος να αισθάνονται πόνο. Τα άμισχα δίθυρα μαλάκια μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν τα όστρακά τους, όμως αυτό είναι κάτι απλό, παρόμοιο με τα άνθη που κλείνουν για να αποφύγουν κάποιον επιβλαβή ερεθισμό. Και τα φυτά δεν νιώθουν πόνο.
Στην βίγκαν φιλοσοφία δεν επιτρέπεται η κατανάλωση ζωικών προϊόντων και, εφόσον τα ζώα γενικά κινούνται και πονούν, τότε και με βάση την παραπάνω τοποθέτηση τα μύδια και τα στρείδια δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Όμως τα μύδια και τα στρείδια συνδέονται πολύ στενά με άλλα είδη (για παράδειγμα, καλαμάρια και χτένια) που μπορούν να κινούνται και επομένως, σύμφωνα με τη λογική μου, να πονάνε. Μήπως, λοιπόν, λόγω κοινών προγόνων, είναι πιθανό και τα στρείδια και τα μύδια να πονάνε;
Αυτό είναι αρκετά απίθανο, διότι ο πόνος έχει μεγάλο βιολογικό κόστος. Για να αισθανθεί πόνο ένας οργανισμός πρέπει να διαθέτει ένα σύστημα αισθήσεων που να ξεχωρίζει τους ‘καλούς’ ερεθισμούς από τους ‘κακούς’ ή επιβλαβείς. Επιπλέον, η εμπειρία του πόνου συχνά βλάπτει και τον ίδιο τον οργανισμό. Τέλος, προκειμένου να εκδηλωθεί η κίνηση για την αποφυγή του πόνου, οι προτεραιότητες του οργανισμού αλλάζουν.
Για παράδειγμα, ο πόνος μειώνει το αίσθημα της πείνας και την επιθυμία για αναπαραγωγή. Αν και κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο και υπάρχει πάντα ένας βαθμός αστοχίας, ένας ακίνητος οργανισμός που πονάει θα βίωνε όλη τη βλάβη χωρίς τη δυνατότητα να κινηθεί μακριά από τον πόνο και άρα δεν θα είχε κάποιο εξελικτικό πλεονέκτημα.
Επιχείρημα 2: Τα στρείδια και τα μύδια έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα και δεν φαίνεται να χρησιμοποιούν τους ενδογενείς οπιούχους υποδοχείς για την αναστολή του πόνου.
“Το νευρικό σύστημα των μαλάκιων περιλαμβάνει δύο ζεύγη νευρώνων και τρία ζεύγη γαγγλίων. Δεν υπάρχει εμφανής ανάπτυξη κεφαλής και το νευρικό σύστημα είναι αρκετά απλό. Από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν δημοσιευμένες περιγραφές συμπεριφοράς ή νευροφυσιολογικής αντίδρασης, όταν τραυματίζεται ο ιστός των μαλάκιων” (Crook & Walters, 2011).
Μετάφραση: Τα δίθυρα έχουν ένα πολύ απλό νευρικό σύστημα που δεν καταλήγει σε κάτι που να μοιάζει με εγκέφαλο. Άλλα ασπόνδυλα, όπως οι γαρίδες, παρουσιάζουν αλλαγές στη συμπεριφορά (π.χ. φροντίζουν τις κεραίες τους μετά από τραυματισμό), ή νευρικές αντιδράσεις σε τραυματισμούς, όμως οι μελέτες δεν έχουν δείξει κάτι παρόμοιο για τα δίθυρα.
Το συμπέρασμά μου: Τα δίθυρα δεν έχουν τα κατάλληλα όργανα για να νιώσουν πόνο και δεν παρουσιάζουν αντιδράσεις που σχετίζονται με τον πόνο. Επειδή δεν διαθέτουν εγκέφαλο ή κεντρικό νευρικό σύστημα, δεν αντιλαμβάνονται πόνο. Ακριβώς όπως ένα λειτουργικό αλλά ακρωτηριασμένο δάχτυλο, του οποίου τα νευρικά ερεθίσματα δεν έχουν κάπου να πάνε και να μεταφραστούν σε αντίδραση ή λήψη απόφασης.
Πολλά ζώα έχουν υποδοχείς οπιούχων, κάτι που δείχνει ότι παράγουν παυσίπονες ουσίες και ρυθμίζουν τον πόνο κατά μήκος του νευρικού τους συστήματος. Ένας τρόπος μέτρησης του πόνου στα ζώα είναι να μεταβάλουμε τα οπιούχα και να ελέγχουμε αν επηρεάζεται η συμπεριφορά αντίδρασης στον πόνο.
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία πως τα δίθυρα διαθέτουν οπιούχα και υποδοχείς οπιούχων, αλλά:
1) Δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι τα δίθυρα έχουν τα γονίδια για το χειρισμό αυτών των υποδοχέων
και
2) Φαίνεται πως τα οπιούχα χρησιμοποιούνται για χειρισμό του ανοσοποιητικού συστήματος και όχι για διαχείριση του πόνου. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό είναι το σημείο όπου νιώθω λιγότερο βέβαιος και για το οποίο η επιστήμη δεν έχει ακόμη οριστικά συμπεράσματα.
Επιχείρημα 3: Τρώγοντας μύδια και στρείδια καλλιέργειας, δεν σκοτώνονται άλλα ζώα σε βαθμό μεγαλύτερο από τη γεωργία.
Κανένα τρόφιμο δεν είναι απολύτως ειρηνικό. Η καλλιέργεια φυτικών προϊόντων συχνά εξυπηρετεί ένα σύστημα που θανατώνει έντομα, τρωκτικά και αναγκάζει άγρια ζώα να μετακινηθούν. Κι ένα άλλο παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι τρώτε γαρίδες, επειδή αμφιβάλετε πως είναι αισθανόμενες. Ακόμα και αν η δίαιτά σας περιλαμβάνει μόνο αυτές, πολλά είδη αλιεύονται ταυτόχρονα κι έτσι προκαλείται ο θάνατός τους, αφού έχουν υποστεί βλάβες κατά την ανέλκυσή τους έξω από νερό και το ξαναπέταγμά τους στη θάλασσα.
Ειδικά με τις γαρίδες, για παράδειγμα, το ποσοστό των ανεπιθύμητων αλιευμάτων είναι τεράστιο: Μερικές φορές έως και το 98% απ’ ότι πιάνεται στα δίχτυα, απορρίπτεται ξανά στη θάλασσα και μεγάλο μέρος αυτών είναι σπονδυλωτά. Οπωσδήποτε λοιπόν, η κατανάλωση μη¬αισθανόμενων όντων δεν είναι ηθική εφόσον περιλαμβάνει το θάνατο μεγάλου αριθμού αισθανόμενων όντων.
Τα στρείδια και τα μύδια από την άλλη πλευρά, συνήθως καλλιεργούνται με τρόπο που δεν προκαλεί βλάβη σε άλλα είδη. Μελετώντας σχετικά με τις καλλιέργειες, συνειδητοποίησα τα εξής:
Η μόνη βυθοκόρηση που γίνεται στις καλλιέργειες είναι για τη συλλογή του γόνου, όμως η συλλογή καλλιεργούμενων μυδιών γενικά δεν γίνεται με βυθοκόρηση αλλά από την επιφάνεια, κι έτσι δεν εκδιώχνονται άλλα είδη.
Η καλλιέργεια μυδιών και στρειδιών έχει αποδειχτεί ωφέλιμη για την ποιότητα του νερού (για παράδειγμα, φιλτράρουν την περίσσεια αζώτου), δεν περιλαμβάνει αντιβιοτικά και δεν απαιτεί τη χρήση άλλων ειδών ως τροφή των μυδιών και των στρειδιών, όπως γίνεται με τις καλλιέργειες άλλων ψαριών.
Η καλλιέργεια μυδιών και στρειδιών ενδεχομένως προκαλεί λιγότερους θανάτους ή μετακινήσεις άλλων ειδών συγκριτικά με την καλλιέργεια σιτηρών ή σόγιας (ωστόσο θα πρέπει να κάνω υπολογισμούς γι’αυτό).
Προσθήκη στο Επιχείρημα 1:
Τα μύδια και τα στρείδια περνούν από φάση προνύμφης κατά την οποία είναι κινούμενα. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης αντιδρούν σε ερεθίσματα και μπορούν ακόμη και να ανέβουν πάνω σε ψάρια, έτσι ώστε να διασκορπιστούν ευρύτερα. Επίσης, τα μύδια του γλυκού νερού (τα οποία ωστόσο συνήθως δεν τρώνε οι άνθρωποι) είναι περισσότερο κινητικά και, αν και αργά, μπορούν να μετακινούνται.
Στο στάδιο της προνύμφης υπάρχουν νευρώνες, όμως οι περισσότεροι εξαφανίζονται μετά την ανάπτυξη.
Τα παραπάνω στοιχεία με κάνουν λιγότερο βέβαιο για το πρώτο επιχείρημα, αλλά συνεχίζω να θεωρώ βάσιμα τα υπόλοιπα επιχειρήματα
Πηγή εικόνας:www.facebook.com/groups/fapvv/permalink/1472700872837998
Πηγή: https://sentientist.org/2013/05/20/the-ethical-case-for-eating-oysters-and-mussels/
Αν σου άρεσε αυτό το άρθρο κάνε κλικ εδώ και μοιράσου το με τους φίλους σου!