Κάθε χρόνο περνώ λίγο καιρό σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι, επτά ορόφους πάνω από τα γραφεία του δημάρχου του 11ου διαμερίσματος (συνοικίας). Η Place de la Bastille (πλατεία της Βαστίλης), το σημείο όπου η γαλλική επανάσταση έφερε την πολιτική αλλαγή που άλλαξε τον κόσμο, απέχει μόλις 10 λεπτά με τα πόδια, μέσα από έναν στενό δρόμο με φοιτητικά νυχτερινά κέντρα και Κινέζους χονδρέμπορους υφασμάτων. Δύο φορές την εβδομάδα, εκατοντάδες Παριζιάνοι κατακλύζουν την περιοχή, κάνοντας τα ψώνια τους στην Αγορά της Βαστίλης, που απλώνεται κατά μήκος της λεωφόρου Richard Lenoir.
Φτάνοντας στην αγορά, ακούω βοή πλήθους, τροχήλατα που χτυπούν πάνω στα πεζοδρόμια, και πωλητές που φωνάζουν προσφορές. Από εκατοντάδες μέτρα μακριά όμως, πριν καν πλησιάσω, μπορώ να μυρίσω τη μυρωδιά του λάχανου, την γλυκύτητα των φρούτων που κόβονται για δείγμα, την αλμύρα των φυκιών και των οστράκων με ροδοκόκκινα κελύφη. Μπλεγμένη ανάμεσα σε αυτές, η μυρωδιά για την οποία ανυπομονούσα.
Μαυρισμένο, με πολλά αρωματικά βότανα, αλμυρό και ελαφρώς καμένο, μυρίζει τόσο έντονα που το αισθανόμουν αληθινό, σαν ένα χέρι γύρω από τους ώμους μου που με κάνει να περπατώ λίγο πιο γρήγορα. Με οδηγεί σε ένα πάγκο με τέντα στο κέντρο της αγοράς, και σε μια σειρά από πελάτες η οποία έχει περικυκλώσει τον πάγκο και μπερδεύεται με τους πελάτες του ανθοπώλη απέναντι.
Στην μέση του πάγκου μια μεταλλική ψησταριά σε μέγεθος ντουλάπας, πάνω σε σιδερένιους τροχούς και τούβλα. Πάνω της, πεπλατυσμένα κοτόπουλα σιγοψήνονται από τα χαράματα. Κάθε λίγα λεπτά, ο πωλητής τραβάει μια μεταλλική μπάρα, βγάζει το μπρονζέ περιεχόμενό της, βάζει το κοτόπουλο σε σακούλες με αλουμινόφυλλο και τα δίνει στους πελάτες που άντεξαν την αναμονή ως την κορυφή της σειράς. Ίσα που μπορώ να κρατηθώ μέχρι να πάρω το δικό μου κοτόπουλο στο σπίτι.
Το δέρμα ενός poulet crapaudine – λέγεται έτσι γιατί μοιάζει πεπλατυσμένο, σαν φρύνος- είναι τραγανό, η σάρκα από κάτω, ψημένη για ώρες, είναι σχεδόν αφράτη αλλά ελαστική, με έντονο άρωμα πιπεριού και θυμαριού.
Την πρώτη φορά που το έφαγα, ήταν μια νέα εμπειρία, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Έμεινα σιωπηλή, ξαφνιασμένη, παρασυρμένη, ανίκανη να επεξεργαστώ γιατί ένα κοτόπουλο μου φαινόταν τόσο παράξενο. Η δεύτερη φορά, ήταν επίσης απολαυστική, μετά όμως ήταν θλιβερή.
Όλη μου τη ζωή έτρωγα κοτόπουλο. Στην κουζίνα της γιαγιάς μου, στο σπίτι της στο Brooklyn, στο σπίτι των γονιών μου στο Hοuston, στη φοιτητική λέσχη, σε σπίτι φίλων, σε εστιατόρια και φαστ φουντ, σε μοντέρνα μπαρ στις πόλεις και σε αυλές στο νότο. Πίστευα ότι και μόνη μου μια χαρά μαγείρευα κοτόπουλο. Μα κανένα από αυτά δεν ήταν σαν το κοτόπουλο αυτής της αγοράς, καβουρδισμένο και πολυτελές και έντονο.
Σκέφτηκα τα κοτόπουλα που έτρωγα μεγαλώνοντας. Είχαν ό, τι γεύση τους έδινε ο μάγειρας: σούπα κονσέρβας στο σπέσιαλ εορταστικό φρικασέ της γιαγιάς μου, σάλτσα σόγιας και σουσάμι στις τηγανιές που η συγκάτοικός μου στο κολέγιο έφερνε από το σπίτι της θείας της, λεμόνι όταν η μαμά μου ξεκίνησε να ανησυχεί για την πίεση του πατέρα μου και απαγόρεψε το αλάτι στο σπίτι.
Αλλά αυτό το γαλλικό κοτόπουλο είχε γεύση από μυς και αίμα και γυμναστική και εξοχή. Είχε τη γεύση από ένα ζώο, ένα ζωντανό πλάσμα. Συνήθως, είναι πολύ εύκολο να προσποιηθούμε ότι δεν τρώμε κάτι ζωντανό. Το έχουμε κάνει πια συνήθεια να μην σκεφτόμασταν τι ήταν τα κοτόπουλα πριν τα βρούμε στο πιάτο μας ή τα πάρουμε από σουπερμάρκετ μέσα σε ψυχρές συσκευασίες.
Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, κατοικώ λιγότερο από μια ώρα μακριά από το Gainesville, στην Georgia, την αυτοαποκαλούμενη πρωτεύουσα των πουλερικών του πλανήτη”, όπου γεννήθηκε η μοντέρνα βιομηχανία πουλερικών. Η Georgia εκτρέφει 1,4 δισεκατομμύρια κοτόπουλα για κρέας το χρόνο από τα σχεδόν 9 δισεκατομμύρια πουλιά που εκτρέφονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ. Εάν η Georgia ήταν μια ανεξάρτητη χώρα, θα βρισκόταν κάπου κοντά στην Κίνα και τη Βραζιλία σε παραγωγή κοτόπουλου.
Ακόμα κι έτσι, θα μπορούσες να οδηγείς γύρω της για ώρες χωρίς να καταλάβεις ότι βρίσκεσαι στην πρωτεύουσα του κοτόπουλου εκτός κι αν συναντούσες ένα φορτηγό μεταφοράς, γεμάτο από κλουβιά με πτηνά, στον δρόμο τους από τις απομονωμένες, περιτριγυρισμένες με τείχη μονάδες εκτροφής, προς τα σφαγεία όπου μετατρέπονται σε κρέας. Εκείνος ο πρώτος γαλλικός πάγκος με κοτόπουλο μου άνοιξε τα μάτια στο πόσο αόρατα ήταν τα κοτόπουλα για μένα, και ύστερα από αυτό, η δουλειά μου μού έδειξε τι έκρυβε αυτή η αορατότητα.
Το σπίτι μου απέχει λιγότερο από δύο μίλια από την μπροστινή πύλη του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, της ομοσπονδιακής υπηρεσίας που στέλνει υγειονομικούς επιθεωρητές σε όλο τον κόσμο. Για περισσότερο από μια δεκαετία, μία από τις εμμονές μου ως δημοσιογράφος ήταν να τους ακολουθώ στις έρευνές τους.
Συζητώντας αργά το βράδυ σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ασία και Αφρική με γιατρούς και κτηνιάτρους και επιδημιολόγους, έμαθα ότι το κοτόπουλο που με εξέπληξε και οι επιδημίες που με γοήτευσαν ήταν πιο στενά συνδεδεμένες από ό, τι είχα συνειδητοποιήσει ποτέ.
Ανακάλυψα ότι το γεγονός για το οποίο το αμερικάνικο κοτόπουλο ήταν τόσο διαφορετικό από αυτό που είχα φάει οπουδήποτε αλλού είναι επειδή τροποποιείται γενετικά για οποιοδήποτε άλλο λόγο εκτός της γεύσης: για αφθονία, για πυκνότητα, για ταχύτητα. Πολλά πράγματα έκαναν αυτή τη μετάλλαξη δυνατή.
Η κύρια αιτία όμως είναι ότι εδώ και δεκαετίες, ταΐζουμε τα κοτόπουλα και σχεδόν κάθε άλλο ζώο για κρέας, με κυκλικές δόσεις αντιβιοτικών σχεδόν κάθε μέρα της ζωής τους.
Τα αντιβιοτικά δεν κάνουν τα κοτόπουλα άνοστα, αλλά δημιούργησαν τις συνθήκες για να γίνουν άνοστα. Η καθημερινή κατανάλωση αντιβιωτικών μετατρέπει ένα πονηρό, ενεργό πουλί σε ένα ταχέως αναπτυσσόμενο, αργό-κινούμενο, υπάκουο μπλοκ πρωτεΐνης, μυώδες και βαρύ στο άνω μέρος του σώματός του, σαν bodybuilder σε παιδικό καρτούν.
Αυτή τη στιγμή, τα περισσότερα ζώα για κρέας, σε όλο τον πλανήτη, εκτρέφονται με τη βοήθεια αντιβιοτικών στις περισσότερες ημέρες της ζωής τους: 63.151 τόνοι αντιβιοτικών ετησίως με κόστος περίπου 126 εκατομμύρια στερλίνες.
Οι εκτροφείς ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν αντιβιοτικά γιατί είχαν μια ιδιαίτερη επίδραση στον οργανισμό των ζώων: διευκόλυναν τη μετατροπή της ζωοτροφής σε γευστικούς μύες. Αυτό, έκανε τους εκτροφείς να θέλουν να στριμώξουν περισσότερα ζώα στα ίδια κελιά. Έτσι, αναδείχθηκε και ένα ακόμα “όφελος” των αντιβιοτικών: προστάτευαν τα ζώα από πιθανές αρρώστιες.
Αυτές οι ανακαλύψεις, που ξεκίνησαν από τα κοτόπουλα, δημιούργησαν «αυτό που θέλουμε να αποκαλούμε βιομηχανοποιημένη εκτροφή», όπως περήφανα έγραψε ένας ιστορικός πουλερικών που ζούσε στην Georgia το 1971.
Η τιμή του κοτόπουλου έπεσε τόσο χαμηλά ώστε έγινε το κρέας που οι Αμερικανοί τρώνε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Βέβαια, μιλάμε για το κρέας που μεταδίδει συχνότερα ασθένειες και το κρέας που εμφανίζει μεγάλη αντοχή στα αντιβιοτικά, τη μεγαλύτερη σταδιακά αναπτυσσόμενη υγειονομική κρίση της εποχής μας.
Για τους περισσότερους ανθρώπους η αντοχή στα αντιβιοτικά είναι άγνωστη έννοια, εκτός αν έχουν την κακοτυχία να την κολλήσουν η ίδιοι ή ένα φίλος ή συγγενής τους.
Κανένας σταρ δε μιλά για τις ασθένειες που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά. Κανείς πολιτικός δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές, καμία οργάνωση δε ευαισθητοποιεί το κοινό. Φανταζόμαστε ότι αυτές οι ασθένειες είναι σπάνιες και συμβαίνουν μόνο σε ηλικιωμένους που ζουν σε γηροκομεία, ασθενείς που υποφέρουν από χρόνιες νόσους, ή σε νοσηλευόμενους σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Αλλά οι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά νόσοι μπορεί να προσβάλουν παιδιά σε νηπιαγωγεία, αθλητές, έφηβους που κάνουν πίρσινγκ, ανθρώπους που προσπαθούν διατηρηθούν σε φόρμα στα γυμναστήρια.
Τα ανθεκτικά βακτήρια αποτελούν σοβαρή απειλή η οποία επιδεινώνεται. Είναι υπεύθυνα για τουλάχιστον 700.000 θανάτους ανά τον κόσμο κάθε χρόνο: 23.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 25.000 στην Ευρώπη, πάνω από 63.000 μωρά στην Ινδία. Πέρα από αυτούς τους θανάτους, τα βακτήρια που είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά προκαλούν εκατομμύρια ασθένειες: 2 εκατομμύρια ασθενείς ετησίως μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κόστος; Τεράστιες δαπάνες στον τομέα της υγείας, απώλεια μισθών και απώλεια εθνικής παραγωγικότητας.
Προβλέπεται ότι μέχρι το 2050, η αντοχή στα αντιβιοτικά θα κοστίσει στον κόσμο 100 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα προκαλεί 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως.
Οι οργανισμοί που νοσούσαν, σταδιακά ανέπτυσσαν άμυνες ενάντια στα αντιβιοτικά. Η πενικιλίνη έφτασε στη δεκαετία του 1940 και η αντίσταση σε αυτήν σάρωσε τον κόσμο τη δεκαετία του 1950. Η τετρακυκλίνη έφτασε το 1948 και η αντίστασή της μείωσε την αποτελεσματικότητά της πριν το τέλος της δεκαετίας του 1950.
Η ερυθρομυκίνη ανακαλύφθηκε το 1952 και η ανθεκτικότητα σ’ αυτήν άρχισε να παρατηρείται το 1955. Η μεθεικιλίνη, ένα εργαστηριακό παράγωγο της πενικιλλίνης, αναπτύχθηκε το 1960 ειδικά για να αντεπεξέλθει στην αντοχή στην πενικιλίνη, αλλά μέσα σε ένα χρόνο τα βακτηρίδια σταφυλόκοκκου ανέπτυξαν αντοχή εναντίον της, κερδίζοντας το όνομα MRSA, ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus.
Μετά τα MRSA, ήρθαν οι ESBLs, βήτα-λακταμάσες εκτεταμένου φάσματος, οι οποίες νίκησαν όχι μόνο την πενικιλλίνη και τους συγγενείς της, αλλά και μια μεγάλη οικογένεια αντιβιοτικών που ονομάζονται κεφαλοσπορίνες. Και μετά την υπονόμευση των κεφαλοσπορινών, νέα αντιβιοτικά εισήχθηκαν και νικήθηκαν.
Κάθε φορά που η φαρμακευτική παρήγαγε μια νέα κατηγορία αντιβιοτικών, με ένα νέο μοριακό σχήμα και έναν νέο τρόπο δράσης, τα βακτήρια προσαρμόζονταν. Στην πραγματικότητα, όπως περνούσαν οι δεκαετίες, φάνηκαν να προσαρμόζονται ταχύτερα από πριν.
Η επιμονή τους απειλεί να εγκαινιάσει την «μετά-αντιβιοτικών» εποχή, στην οποία μια χειρουργική επέμβαση θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνη και τα συνηθισμένα προβλήματα υγείας – γρατζουνιές, εκκενώσεις δοντιών, σπασμένα άκρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο.
Για πολύ καιρό επικρατούσε η άποψη ότι η εντυπωσιακή ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά ανά τον κόσμο ήταν αποτέλεσμα της λάθος χρήσης των αντιβιοτικών στην ιατρική: γονείς που εκλιπαρούσαν για φάρμακα παρόλο που τα παιδιά τους είχαν ιώσεις ενάντια στις οποίες τα αντιβιοτικά ήταν άχρηστα, γιατροί που συνταγογραφούσαν φάρμακα χωρίς να είναι απαραίτητο, άνθρωποι που σταματούσαν τη λήψη των φαρμάκων τους επειδή αισθάνονταν καλύτερα, ή επειδή μάζευαν κάποια χάπια για τους ανασφάλιστους φίλους τους, καταναλωτές που αγόραζαν φάρμακα που πωλούνται χωρίς ιατρική συνταγή και δοσολογούσαν όπως ήθελαν.
Αλλά από τις απαρχές της «εποχής των αντιβιοτικών», αυτά τα φάρμακα είχαν κι άλλους παράλληλους σκοπούς: τα ζώα που εκτρέφονταν για να γίνουν φαγητό.
Ποσοστό 80% από το σύνολο των αντιβιοτικών που πωλούνται στις ΗΠΑ και παραπάνω από το 50% που πωλούνται παγκοσμίως χρησιμοποιούνται για τα ζώα, όχι τους ανθρώπους. Τα ζώα που προορίζονται να γίνουν φαγητό τρέφονταν καθημερινά σχεδόν με αντιβιοτικά μέσω του νερού ή της τροφής τους και τα περισσότερα από αυτά τα αντιβιοτικά δεν δίνονται για να θεραπεύσουν ασθένειες, όπως τα χρησιμοποιούμε στους ανθρώπους.
Αντίθετα, αυτά τα αντιβιοτικά δίνονται στα ζώα για να αυξήσουν τον βάρος τους πιο γρήγορα, ή για να προστατεύσουν τα ζώα από ασθένειες που ευδοκιμούν σε χώρους που επικρατεί συνωστισμός. Σχεδόν τα 2/3 των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται γι’ αυτούς τους σκοπούς είναι χημικές ομάδες που επίσης χρησιμοποιούνται για την θεραπεία ανθρώπινων νόσων, πράγμα που σημαίνει ότι όταν εμφανιστεί αντοχή στην φάρμα, υπονομεύεται η χρησιμότητα του αντιβιοτικού στις ανθρώπινες νόσους.
Η αντίσταση είναι μια εξελικτική στρατηγική που επιτρέπει στα βακτηρίδια να αμύνονται ενάντι στη δύναμη των αντιβιοτικών. Δημιουργείται από μικρές γενετικές αλλαγές που επιτρέπουν στους οργανισμούς να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις αντιβιοτικών. Οι οργανισμοί αλλάζουν τα κυτταρικά τους τοιχώματα για να αποτρέψουν τα μόρια των φαρμάκων να προσκολληθούν πάνω τους, να διεισδύσουν, ή να σχηματίσουν μικροσκοπικές αντλίες που εκτοξεύουν τη δραστική ουσία μετά την είσοδό τους στο κύτταρο.
Αυτό που επιβραδύνει την εμφάνιση αντοχής είναι η συντηρητική χρήση του αντιβιοτικού. Σωστή δόση, για το σωστό χρονικό διάστημα, σε έναν οργανισμό που θα ωφεληθεί από αυτό. Η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία παραβιάζει αυτούς τους κανόνες.
Το αποτέλεσμα; Ανθεκτικά βακτήρια.
Η αντίσταση στα αντιβιοτικά είναι σαν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αποτελεί μια τρομακτική απειλή, η οποία δημιουργήθηκε εδώ και δεκαετίες. Σίγουρα επηρεάστηκε από ατομικές ενέργειες, αλλά κύρια αιτία εμφάνισης και ενίσχυσής της είναι η δράση των βιομηχανιών.
Είναι επίσης σαν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, δεδομένων των υπαρχουσών οικονομικών αντιθέσεων: Η βιομηχανική δύση έχει ήδη απολαύσει τη φθηνή πρωτεΐνη της εργοστασιακής κτηνοτροφίας και τώρα το μετανιώνει, ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες του παγκόσμιου νότου επιδιώκουν να επαναλάβουν τον κύκλο.
Επιπλέον, η αντίσταση στα αντιβιοτικά είναι σαν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, διότι κάθε ενέργεια που γίνεται με την ελπίδα βελτίωσης του προβλήματος μοιάζει ανεπαρκής, όπως η αγορά ενός λαμπτήρα φθορισμού ενώ παρακολουθείτε μια πολική αρκούδα που πνίγεται.
Πηγή: https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2017/oct/13/can-never-eat-chicken-again-antibiotic-resistance